- προφανής
- -ές, ΝΜΑ [προφαίνω]καταφανής, ολοφάνερος (α. «οι κίνδυνοι που προέρχονται από την εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής είναι προφανείς» β. «ήμῑν προφανή», Πλάτ.γ. «ἐκ τοῡ προφανέστατου», πάπ.)αρχ.1. αυτός που έχει φανεί τί είναι εκ τών προτέρων, αυτός που έχει προβλεφθεί («ὁ προφανὴς ἔχθιστος φόνων», Βακχ.)2. επιφανής, ένδοξος («προφανεῑς καὶ ἀγκαλέας ἄνδρας», Μανέθ.)3. (ως επίρρ.) φρ. «ἀπὸ τοῡ προφανοῡς» και «ἐκ τοῡ προφανοῡς» — φανερά.επίρρ...προφανώς / προφανῶς ΝΜΑκατά τρόπο προφανή, ολοφάνερα.
Dictionary of Greek. 2013.